- συμπληρώματος
- συμπλήρωμαblockingneut gen sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
αναλύσεις, κλινικές — Μορφολογικές, φυσικές, χημικές και βιολογικές εξετάσεις, που γίνονται σε ιστούς, εκκρίματα, απεκκρίματα ή παθολογικά προϊόντα του οργανισμού, με σκοπό να οδηγηθεί ο γιατρός στη σωστή διάγνωση, στον καθορισμό της βαρύτητας και στην παρακολούθηση… … Dictionary of Greek
ανοσία — Γενικά σημαίνει την έμφυτη ή επίκτητη ιδιότητα του οργανισμού να μην παρουσιάζει διαταραχές, όταν έρχεται σε επαφή με παθογόνους παράγοντες που κανονικά έχουν βλαβερή επίδραση· ειδικότερα όμως με τον όρο α. εννοείται η κατάσταση κατά την οποία o… … Dictionary of Greek
μέτρηση — (Ιατρ.). Ποσοτική ανίχνευση διαφόρων μεγεθών στον ανθρώπινο οργανισμό. Ενδεικτικά αναφέρονται οι εξής: 1)μ. της αγωγιμότητας των νεύρων. Πρόκειται για μέθοδο μ. της ταχύτητας, με την οποία μεταδίδονται οι ηλεκτρικές ώσεις κατά μήκος ενός νεύρου.… … Dictionary of Greek
Мавромихалис, Илиас — Илиас Мавромихалис Ηλίας Μαυρομιχάλης Дата рождения … Википедия
λύση — (Βιολ.). Η διάλυση, η ρήξη ή η καταστροφή των κυττάρων, των μικροοργανισμών ή των πολυκύτταρων οργανισμών γενικότερα, λόγω της επίδρασης διαφόρων φυσικών, χημικών ή βιολογικών παραγόντων. Η λ. των κυττάρων μερικές φορές παρουσιάζεται ως αυτόλυση … Dictionary of Greek
μικροβιοτροπίνη — η ιατρ. αντίσωμα που, εν απουσία συμπληρώματος, αλλοιώνει τα μικρόβια κάνοντάς τα ευάλωτα στα φαγοκύτταρα … Dictionary of Greek
προπερδίνη — η, Ν (βιοχ.) πρωτεΐνη τού πλάσματος τού αίματος, ένα από τα συστατικά στοιχεία τού συμπληρώματος που έχει βακτηριογόνο δράση και παίζει σημαντικό ρόλο στη φυσική ανοσία … Dictionary of Greek
σπληνοδιαγνωστική — η, Ν ιατρ. διαγνωστική μέθοδος που συνίσταται στη διόγκωση τής σπλήνας με ένεση συμπληρώματος τυφικού αντιγόνου για τη διάγνωση αμφίβολων περιπτώσεων τυφοειδούς πυρετού … Dictionary of Greek
συνεφαπτομένη — η, Ν μαθημ. τριγωνομετρική συνάρτηση που συσχετίζει κάθε γωνία με ορισμένο αριθμό ίσο με την εφαπτομένη τού συμπληρώματος τής γωνίας. [ΕΤΥΜΟΛ. Ουσιαστικοποιημένος τ. τής μτχ. τού συνεφάπτομαι «συνάπτομαι, εφάπτομαι»] … Dictionary of Greek
συνημίτονο — το, Ν μαθημ. το ημίτονο τού συμπληρώματος μιας γωνίας, που συμβολίζεται με συν ή cos. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + ημίτονο. Η λ., στον λόγιο τ. συνημίτονον, μαρτυρείται από το 1766 στον Νικηφ. Θεοτόκη] … Dictionary of Greek